Δευτέρα 21 Ιουλίου 2008

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΦΑΒΗΤΙΣΜΟ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΠΟΛΥΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΩΝ


Μέχρι τον 20ο αιώνα ο όρος του σημερινού γλωσσικού γραμματισμού ταυτίζονταν εννοιολογικά με τον αλφαβητισμό (την εκμάθηση δηλαδή βασικών δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής) αποπλαισιωμένος από τα κοινωνικά του συμφραζόμενα. Κατά την περίοδο του ρομαντισμού και τα πρώτα χρόνια του 20ου αι. ο γλωσσικός γραμματισμός, συνδέθηκε με τη λογοτεχνία και τους τρόπους γραφής της λογοτεχνίας. Έτσι, ο γραμματισμός πέρα από το γνωστικό του περιεχόμενο, αποκτά και ρυθμιστικό ρόλο σαν ισχυρός ταξινομητής αποδίδοντας χαρακτηριστικά και δεξιότητες στους «κατέχοντες τη γνώση» που λειτουργούσαν ρυθμιστικά ως προς την πρόσβασή τους στα κοινωνικά δρώμενα.
Βασικός μοχλός καλλιέργειας και ανάπτυξης του γλωσσικού γραμματισμού στους πληθυσμούς του δυτικού τουλάχιστον κόσμου, υπήρξε η UNESCO, που θεώρησε την ανάπτυξη ή την απουσία του, ρυθμιστικό στοιχείο για την οικονομική κι κοινωνική ευημερία ή την εξαθλίωση των λαών αντίστοιχα. Έτσι, η UNESCO προώθησε την έρευνα στο πεδίο του γλωσσικού γραμματισμού που έφτασε τελικά να οριστεί ως το σύνολο των γνώσεων και των δεξιοτήτων που έχει αποκτήσει ένα άτομο και σχετίζονται με τη γραφή και την ανάγνωση, οι οποίες του επιτρέπουν να εμπλακεί σε όλες τις δραστηριότητες, τις οποίες είναι σε θέση να επιτελούν τα άτομα της ομάδας και της κουλτούρας στην οποία ανήκει. Με την έννοια αυτή ο γλωσσικός γραμματισμός απέκτησε ένα περιεχόμενο σχετιστικό αφού συνδέθηκε και συναρτήθηκε με το επίπεδο γραμματισμού κάθε κοινότητας.,
[1]
Παράλληλα με την ανάπτυξη των πολιτισμικών σπουδών και της νέας κοινωνιολογίας και με την ανάπτυξη εθνογραφικών μελετών και της κοινωνιογλωσσολογίας, από τη δεκαετία του 1960 μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα, ο γραμματισμός ως έννοια διευρύνθηκε και ορίστηκε τελικά ως ένα σύνολο δεξιοτήτων για τον άνθρωπο, απαραίτητων για την προετοιμασία του αλλά και για τη διαχείριση της ίδιας του της ζωής, που ξεπερνά μια στοιχειώδη εκπαίδευση στην ανάγνωση και στη γραφή. Βλέποντας τον ορισμό που δίνει ο Traves (1992), σύμφωνα με τον οποίο «γραμματισμός είναι η ικανότητα ελέγχου της ζωής και του περιβάλλοντος μέσω του λόγου, με τρόπο ορθολογικό», βλέπουμε την αποδέσμευση από τη γλώσσα και την έντονη έμφαση στις κοινωνικές προεκτάσεις του γραμματισμού, χωρίς ωστόσο να ξεφεύγει από το λειτουργικό του πλαίσιο. Η αμφισβήτηση της λειτουργικής διάστασης κατά τη δεκαετία του 1990 και μέχρι σήμερα, οδήγησε την κριτική διάσταση , δηλαδή τη γλωσσική και κοινωνική συνειδητότητα του γραμματισμού και των παραμέτρων του εκ μέρους των ατόμων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο δημιουργήθηκε και αναπτύχθηκε η θεωρία των πολυγραμματισμών, η οποία βλέπει το γραμματισμό ως μια κοινωνική πρακτική (Barton & Hamilton 2000: 7 στο Χατζησσαβίδης,Σ., 1997), μέσω της οποίας αναπτύσσεται ή θα πρέπει να αναπτύσσεται η κριτική σκέψη.
Στον ορισμό που δίνει το Αυστραλιανό Συμβούλιο για το Γραμματισμό Ενηλίκων και αναφέρεται από τον Baynham (2002: 21). «Ο γραμματισμός αναφέρεται στην ακρόαση, στην ομιλία, στην ανάγνωση, στη γραφή και στην κριτική σκέψη. Περιλαμβάνει επίσης και τον αριθμητισμό. Περιλαμβάνει την πολιτισμική γνώση, η οποία καθιστά ικανό έναν ομιλητή, συγγραφέα ή αναγνώστη να αναγνωρίζει και να χρησιμοποιεί την κατάλληλη γλώσσα σε διαφορετικές κοινωνικές περιστάσεις. Για μια τεχνολογικά προηγμένη χώρα όπως η Αυστραλία, στόχος είναι ένας ενεργητικός γραμματισμός, που θα επιτρέπει στους ανθρώπους να χρησιμοποιούν τη γλώσσα για να αυξήσουν την ικανότητά τους να σκέφτονται, να δημιουργούν και να αμφισβητούν, έτσι ώστε να συμμετέχουν αποτελεσματικά στην κοινωνία».
Η υιοθέτηση χρήσης επιθετικών προσδιορισμών δίπλα στον όρο γραμματισμός, όπως πληροφορικός γραμματισμός για ό,τι έχει σχέση με την πληροφορική, τεχνολογικός γραμματισμός για ό,τι έχει σχέση με την τεχνολογία, αριθμητικός γραμματισμός, για ό,τι έχει σχέση με τα μαθηματικά κτλ. είναι ενδεικτική της σύνδεσης του γραμματισμού με τα κοινωνικά του συμφραζόμενα. Κάθε όρος από αυτούς έχει ένα γενικό περιεχόμενο που αφορά το γραμματισμό και ένα ειδικό που αφορά την ιδιαίτερη κοινωνική δραστηριότητα με την οποία σχετίζεται.
Για την εκπαίδευση, η έννοια του γραμματισμού περιλαμβάνει την ιδιαίτερη διάσταση της προσέγγισης κάθε προϊόντος έκφρασης, γλωσσικού ή μη γλωσσικού, ώστε να μπορεί ο μαθητής να εντάξει την κάθε πρακτική του στο κοινωνικοπολιτισμικό της πλαίσιο. (Εδώ δε νοείται ο σχολικός γραμματισμός αλλά οι παιδαγωγικές πρακτικές που θα οδηγήσουν στην επαφή, εμπειρία και διαμόρφωση στάσεων των παιδιών απέναντι στους γραμματισμούς)
Επίσης σε ένα κείμενο μπορούν να συνυπάρχουν περισσότεροι από ένας Λόγοι.
[2] Αυτοί μπορεί να λειτουργούν συμπληρωματικά, αλλά μπορεί να λειτουργούν και αντιθετικά. Ακόμη μπορούν να υπάρχουν περισσότεροι από ένας τρόποι (modes)(οπότε έχουμε τα πολυτροπικά κείμενα). Το δε χαρακτηριστικό που τα διέπει, η πολυτροπικότητα, η δυνατότητα δηλαδή μείξης των διαφόρων σημειωτικών τρόπων για την παραγωγή ενός κειμένου, δημιουργεί, όπως είναι προφανές, ένα νέο σε σχέση με τα μονοτροπικά κείμενα σημειολογικό περιβάλλον που χρήζει ανάλογης προσέγγισης. Το σημειολογικό αυτό περιβάλλον είναι το αποτέλεσμα των κοινωνικών, ψυχολογικών και γενικότερα πολιτισμικών προϋποθέσεων που επικρατούν σε μια κοινωνία.[3]
Τέλος, η έννοια του πολυγραμματισμού, που αναφέρεται στην ποικιλία των μορφών κειμένου που έχουν σχέση με τόσο με την τεχνολογία κατασκευής τους όσο και τους σημειωτικούς τρόπους που χρησιμοποιούν σε μια πολύγλωσση και πολυπολιτισμική κοινωνία, αποτελεί την πραγματολογική βάση της θεωρίας των πολυγραμματισμών. Στην επιστημονική της διερεύνηση, η θεωρία αυτή θέλει να περιγράψει δύο βασικά στοιχεία που σχετίζονται με τη σύγχρονη πολιτισμική και κοινωνική πραγματικότητα. Την τάση για αναγνώριση και αποδοχή της πολιτισμικής και κοινωνικής διαφορετικότητας από τη μια μεριά και την επίδραση των τεχνολογιών κατασκευής των κειμένων στη διάσταση που αποκτούν από την άλλη.
Ως όρος, δημιουργήθηκε το 1994 από μια ομάδα δέκα επιστημόνων που συναντήθηκε στο New Hamshire της Αυστραλίας για να συζητήσει το μέλλον τη διδασκαλίας του γραμματσιμού. Η ομάδα ονομάστηκε New London Group και το 1996 δημοσίευσε το πρώτο της κείμενο, στο οποίο δηλώνει: «Οι διαφορές γλώσσας, Λόγων και επιπέδων λόγου, είναι δείκτες διαφορών των κόσμων ζωής. Καθώς οι κόσμοι ζωής αποκλίνουν όλο και περισσότερο και τα όρια τους γίνονται όλο και πιο θολά, κεντρική πραγματικότητα της γλώσσας γίνεται η πολλαπλότητα των νοημάτων και η διαρκής τους διάτμηση. Όπως ακριβώς υπάρχουν πολλαπλά στρώματα στην ταυτότητα του καθενός, έτσι υπάρχουν και πολλαπλοί Λόγοι περί ταυτότητας και πολλαπλοί Λόγοι περί αναγνώρισης που πρέπει να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Πρέπει να διαθέτουμε ικανότητα στη διαπραγμάτευση αυτών των πολλών κόσμων ζωής, μέσα στους οποίους κατοικεί ο καθένας μας και τους συναντούμε στην καθημερινότητά μας» (Kalantzis & Cope 1999: 686).
Οι στόχοι των θεωρητικών της θεωρίας είναι να επιτευχθεί η εμβύθιση των μαθητών σε κοινωνικές πρακτικές γραμματισμού ενώ ταυτόχρονα θα εξάγεται νόημα και θα διαμορφώνεται κριτική στάση απέναντι σε αυτές. Τα δύο εστιακά στοιχεία των Πολυγραμματισμών, αποτελούν από τη μια μεριά οι πολυτροπικές διασυνδέσεις που δημιουργούνται μεταξύ του γλωσσικού και του οπτικού Σχεδίου και από την άλλη οι διαπολιτισμικές πλευρές της παραγωγής νοήματος.
Τα στοιχεία της παιδαγωγικής των Πολυγραμματισμών είναι η μάθηση που στηρίζεται στις εμπειρίες των μαθητών (Tοποθετημένη Πρακτική)· η ρητή διδασκαλία μιας μεταγλώσσας που περιγράφει το Σχέδιο (Aνοιχτή Διδασκαλία)· η έρευνα των πολιτισμικών συμφραζομένων των Σχεδίων σε ένα νέο περιβάλλον που οι ίδιοι οι μαθητές έχουν δημιουργήσει (Mετασχηματισμένη Πρακτική). (Mary Kalantzis & Bill Cope,1997)
Για την επίτευξη αυτών των στόχων επανανοηματοδοτήθηκε η έννοια του Λόγου, του κειμένου και των ειδών του λόγου, διαμορφώνοντας το θεωρητικό πλαίσιο των πολυγραμματισμών που σύμφωνα με το Σ.Χατζησαββίδη (2006) θέτει τις προϋποθέσεις για μια παιδαγωγική με την οποία:

α) αναγνωρίζεται και ενισχύεται η ποικιλομορφία και θεωρείται πλεονέκτημα στη
μαθησιακή διαδικασία,
β) η μάθηση συνδέεται με το κοινωνικό γίγνεσθαι με τέτοιο τρόπο ώστε τα υπό διαπραγμάτευση κείμενα κατά τη διδασκαλία να αποκτούν νόημα και
γ) οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ εκπαιδευτών και εκπαιδευομένων στηρίζονται στην αρχή της ισοτιμίας, της συνεργασίας και της αυτονομίας.

[1] Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ:
ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Χατζησαββίδης Σωφρόνης 1997

[2] Ο Λόγος ορίζεται από τον Gee (1990: 131) ως «μια αποδεκτή κοινωνικά σύνδεση των τρόπων με τους οποίους χρησιμοποιούμε είτε τη γλώσσα είτε άλλες συμβολικές εκφράσεις και τεχνικές, τους οποίους τρόπους μπορεί να χρησιμοποιήσει κανείς για να αποκτήσει την ταυτότητα του μέλους μιας κοινωνικής ομάδας ή ενός κοινωνικού δικτύου ή να επισημάνει τον κοινωνικό ρόλο που παίζει». Για τον Kress (2003: 29-30) «Οι Λόγοι είναι συστηματικά οργανωμένα σύνολα δηλώσεων που εκφράζουν τα νοήματα και τις αξίες ενός θεσμού. Πέρα απ’ αυτό, καθορίζουν, περιγράφουν και θέτουν όρια στο τι μπορεί ή δεν μπορεί να πει κανείς (κατ’ επέκταση τι μπορεί ή δεν μπορεί να κάνει) ανάλογα με τον τομέα ενδιαφέροντος του θεσμού αυτού, είτε κεντρικά είτε στο περιθώριο. Ένας Λόγος παρέχει ένα σύνολο πιθανών δηλώσεων για ένα δεδομένο τομέα και οργανώνει και προσφέρει δομή στον τρόπο με τον οποίο πρόκειται να συζητηθεί ένα συγκεκριμένο θέμα, αντικείμενο, διαδικασία. Έτσι παρέχει περιγραφές, κανόνες, άδειες και απαγορεύσεις της κοινωνικής και ατομικής δράσης».
[3] Ο ΓΛΩΣΣΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΤΟΥ ΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΥ:
ΘΕΩΡΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΚΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ
Χατζησαββίδης Σωφρόνης

Δεν υπάρχουν σχόλια: